- ἀβάκιον
- ἀβάκιον, Rechentafel; zum Würfeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀβάκιον — slabs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβακίοις — ἀβάκιον slabs neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβακίου — ἀβάκιον slabs neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβακίων — ἀβάκιον slabs neut gen pl ἀβακής speechless masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβακίῳ — ἀβάκιον slabs neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάκια — ἀβάκιον slabs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АБАКА — (от греч. άβάκιον доска). В приложении к кухонному инвентарю абака первоначально специальная доска над полым ящиком высотой в полтора метра, в которой делались вырезы (кружки) различного диаметра для постановки сосудов, имевших либо… … Большая энциклопедия кулинарного искусства
Абак — Реконструкция римского абака Абак (др. греч. ἄβαξ … Википедия
ADUNATUS — μονόχωρος εν τάβλη in veterib. Gloss. Graec. Lat. Adunatus in tabula, i. e. ad unum redactus calculum, ὁ μονωθεὶς, cum uno calculo solo relictus: cui calculus unus in suo loco sedeque relictus est, coeteris a collusore captis. In ludo enim… … Hofmann J. Lexicon universale
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek
αβάκιο — το (AM ἀβάκιον) [ἄβακας] νεοελλ. η μαθηματική πλάκα, ο άβακας μσν. έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα) αρχ. ως υποκ. τού ἄβαξ … Dictionary of Greek